- επανεστεωτες
- ἐπανεστεῶτεςἐπ-ανεστεῶτεςοἱ повстанцы, мятежники Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπανεστεῶτες — ἐπανίστημι set up again perf part act masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek